- ἑναχῶς
- ἑνᾰχῶς,A in one way, prob. in Simp.in Ph.399.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναχώς — (I) ἐναχῶς (Μ) επίρρ. κατά εννέα τρόπους. (II) ἐναχῶς (Μ) επίρρ. κατά έναν τρόπο, ενιαίως … Dictionary of Greek